μυλήφατος

μυλήφατος
μῠλ-ήφᾰτος, ον, ([etym.] θείνω)
A bruised in a mill,

εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355

, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυλήφατος — μυλήφατος, ον (ΑΜ) αλεσμένος στον μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ φατος, δουρί φατος] …   Dictionary of Greek

  • μυλήφατος — bruised in a mill masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλήφατον — μυλήφατος bruised in a mill masc/fem acc sg μυλήφατος bruised in a mill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυληφάτου — μυλήφατος bruised in a mill masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”